Αναζήτηση

Cinessentia

Κατηγορία

Uncategorized

The Tree of Life

Το Δέντρο της Ζωής του Μάλικ και γιατί αποφεύγω να πηγαίνω σινεμά

 

treeWarn

Έχω διαβάσει αρκετά για τις αντιδράσεις του κοινού κατά την προβολή του Δέντρου της Ζωής του Μάλικ. Φαίνεται ότι πολύς κόσμος αποχωρούσε από το σινεμά κατά τη διάρκεια της ταινίας. Οι λόγοι πολλοί και διάφοροι: βρήκαν την ταινία βαρετή, δύσκολη, πειραματική, ακαταλαβίστικη, προσποιητή, “δήθεν”. Στην Αμερική πολλοί ήταν αυτοί οι θεατές που, αφού αποχωρούσαν από την αίθουσα, ζητούσαν τα λεφτά τους πίσω. Το παράδοξο είναι ότι αρκετοί ιδιοκτήτες κινηματογράφων για να αποφύγουν κάτι τέτοιο έσπευσαν να αναρτήσουν πόστερ δίπλα από αυτό της ταινίας προειδοποιώντας το κοινό ότι το Δέντρο της Ζωής δεν ακολουθεί μία τυπική, γραμμική δομή και, συνεπώς,  από τη στιγμή που οι θεατές έχουν προειδοποιηθεί γι’ αυτό, δεν έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση σε περίπτωση που αποφασίσουν να φύγουν στη μέση της ταινίας. Όπως και να έχει, δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να δω την ταινία του Μάλικ σε μία γεμάτη αίθουσα, ύστερα από απίστευτες μαρτυρίες για τη συμπεριφορά των θεατών, τις οποίες έχω διαβάσει σε διάφορα κινηματογραφικά forum.


Η αλήθεια είναι ότι πλέον δεν πάω παρά σπάνια σινεμά: αποφεύγω τα Multiplex και μέρες-ώρες προβολής που μαζεύουν πολύ κόσμο. Έχω ρωτήσει αρκετές φορές στο ταμείο πόσο γεμάτο είναι το σινεμά πριν πάρω εισιτήριο για μια ταινία, και άλλες φορές δεν αγοράζω καν εισιτήριο αν εντοπίσω παρέες από φασαριόζους νεαρούς στην ουρά. Βέβαια, όσο ήμουν φοιτητής δεν με πείραζε το κοινό όσο θορυβώδες κι αν ήταν, εάν επρόκειτο για κάποια πρόχειρη ταινιούλα ή καμιά χαζοκωμωδία. Πλέον τα πράγματα όμως έχουν αλλάξει. Και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό το κοινό έχει γίνει πολύ ενοχλητικό – ίσως από την άλλη, βέβαια, να ήταν ανέκαθεν έτσι.

Έχει να κάνει με την κουλτούρα και την παιδεία του κάθε λαού ως ένα βαθμό. Στην Αγγλία εκλαμβάνουν συχνά την πνευματώδη ποιότητα μιας ταινίας ως σαρκασμό και χιούμορ: είχα πάει, θυμάμαι, σε ειδικό αφιέρωμα στον Κισλόφσκι όπου είχε προβληθεί η τριλογία του. Στο φινάλε, όπου με απολύτως ευφυή τρόπο ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει τους ηθοποιούς της τριλογίας το κοινό ξέσπασε σε γέλια. Σε γέλια ξεσπούσε επίσης όποτε ο σκηνοθέτης μας αποκάλυπτε μια από τις πολλαπλές “συμπτώσεις” στις ταινίες του – κάτι που ερχόταν τελείως σε αντίθεση με την σοβαρότητα της Μπλε και της Κόκκινης ταινίας.  Σε μία άλλη περίπτωση, όταν έβλεπα τη Δασκάλα του Πιάνου του Χάνεκε σε αγγλικό σινεμά, με το που έπεσαν οι τίτλοι του τέλους, άκουσα κάποιον από πίσω μου να σχολιάζει: «Αυτοί οι Γάλλοι σκηνοθέτες πάντα επιλέγουν τόσο απότομο τέλος» (φυσικά ο Χάνεκε δεν είναι καν Γάλλος). Σε μία άλλη ταινία, γαλλική αυτή τη φορά, η κοπέλα που καθόταν από πίσω μου είχε σπαράξει στο κλάμα σε μια σκηνή βιασμού (που αν είχε διαβάσει για την ωμότητα της ταινίας, έπρεπε να ήξερε τι μας περιμένει όλους – και η αλήθεια είναι ότι ένας Θεός ξέρει γιατί εμείς που ξέραμε, αποφασίσαμε να ζήσουμε τέτοιο μαρτύριο για μιάμιση ώρα).

Η αντίδραση του κοινού – είτε λεκτική, είτε με γέλια και κλάματα, δεν με αφορά. Μπορεί εγώ να ερμηνεύσω ως άκρως συγκινητική μία σκηνή που ο διπλανός μου θα βρει αστεία (για δικούς του ακατανόητους λόγους) και να γελάσει, προσβάλλοντας ταυτόχρονα και τις προθέσεις του σκηνοθέτη («είμαι πιο εξυπνάκιας από τον Μάλικ, οπότε ας κοροϊδέψω λίγο το έργο του») αλλά και επηρεάζοντας τη δική μου διάθεση ως θεατή.

Αυτά όσο ήμουν στην Αγγλία. Στην Ελλάδα μπορούμε να προσθέσουμε επιπλέον ενοχλητικές συμπεριφορές στη λίστα: κινητά που όχι μόνο τα αφήνουν και χτυπάνε, αλλά τα απαντάνε κιόλας! Πολύ περισσότερο ποπ κορν και νάτσος (τουλάχιστον στην Αγγλία οι θεατές δεν πάνε σινεμά για να φάνε – το κάνουν πριν ή μετά). “Δήθεν” κόσμο που αναλύει τις προθέσεις του σκηνοθέτη στο φουαγιέ ή στην ουρά για την αίθουσα. Και πολλά άλλα.

Σε γενικές γραμμές παντού όλο και κάποιος στο τέλος της ταινίας θα την σχολιάσει ως “ψευτοκουλτουριάρα” και σπουδαιοφανή. Όλο και κάποιος θα βρει την ευκαιρία να γελάσει, τονίζοντας την παρουσία του στο χώρο (περιμένει καραδοκώντας την ευκαιρία να βρει κάτι που ίσως να θεωρηθεί έστω και λίγο αστείο, ώστε ο ίδιος να ακουστεί!)

Λοιπόν, όταν πληρώνω χ ευρώ εισιτήριο για να πάω σινεμά, όταν έχω κάνει τόση απόσταση και θυσιάζω τον πολύτιμο χρόνο μου για να δω μια ταινία, θέλω να μπορώ να την απολαύσω σε απόλυτη ησυχία. Θα μου πείτε, φίλε πολλά ζητάς. Για την ελληνική νοοτροπία ίσως. Γνωστός μου στην Ολλανδία μου είπε ότι το κοινό εκεί παραμένει βουβό κατά την αρχή, τη μέση και το τέλος της ταινίας. Ίσως να υπερβάλλει. Κι όμως το πιστεύω. «Τότε μείνε σπιτάκι σου και μην μας τα πρήζεις», θα προσθέσετε. Μα αυτό ακριβώς και κάνω τα τελευταία χρόνια. Χίλιες φορές να δω την ταινία σε DVD, μες στην ησυχία μου, με τις σημειώσεις μου, να μπορώ να επαναλάβω σκηνές και διαλόγους, να κάνω παύση, να ψάξω μία γρήγορη αναφορά στο internet. Μειωμένη εμπειρία; Ποια; Ότι δεν θα απολαύσω τη Λευκή Κορδέλα σε Dolby Surround ή ότι δεν θα δω Bela Tarr σε 3D (Θεός φυλάξοι!)

Όπως βλέπω μια όπερα, ακούω μια ορχήστρα, ή παρακολουθώ μια χορευτική παράσταση σε ένας σαφώς πιο ήσυχο περιβάλλον, έτσι θέλω να βλέπω και ταινίες. Δυστυχώς είναι γεγονός ότι σε σχέση με άλλες εκδηλώσεις τέχνης το σινεμά παραμένει λιγότερο ελιτίστικο (ακόμα και σε καλές ταινίες, άξιες να θεωρηθούν τέχνη) και περισσότερο εκλαϊκευμένο. Γι’ αυτό και εν συγκρίσει το κοινό είναι λιγότερο διαπαιδαγωγημένο και μυημένο στο σινεμά, με αποτέλεσμα να δείχνει και λιγότερο σεβασμό σε αυτή την Τέχνη.

 

Anywhere

 

 

Τις προάλλες κάποιος με ρώτησε ποια είναι η χειρότερη ταινία που είδα τα τελευταία δύο χρόνια. Το σκέφτηκα για λίγο, και ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία: Το Somewhere της Sofia Coppola. Δεν θα έλεγα ότι είναι ταινία κακή ή προσβλητική (βλ. Inglourius Basterds), απλώς είναι ό,τι πιο ανούσιο έχω δει τα τελευταία χρόνια. Τι είχε στο μυαλό της άραγε η Coppola; Ήθελε μήπως η έλλειψη πλοκής, οι σιωπές και τα στατικά πλάνα να θυμίζουν ευρωπαϊκό κινηματογράφο; Κι αν ναι, είναι αυτά τα χαρακτηριστικά και οι τεχνικές αρκετές από μόνες τους για να παραπέμπουν σε Αντονιόνι (γιατί εκεί πήγε το μυαλό μου βλέποντας την ταινία – κάτι σε στυλ Επάγγελμα Ρεπόρτερ ή ίσως και σε Παρίσι-Τέξας του Βέντερς); Σαφώς και όχι. Για μένα η Coppola έκανε μια τρύπα στο νερό, μια ταινία χωρίς ουσία – κρίμα αν σκεφτείς ότι αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να διατεθούν γι’ άλλο σκοπό (ή και για άλλη ταινία). Αυτό που «δημιούργησε» δεν είναι ούτε τέχνη, ούτε διασκέδαση, ούτε αστείο, ούτε σοβαρό, ούτε ουσιαστικό, ούτε επιφανειακό, είναι ένα τίποτα, ένα anywhere, γι’ αυτό και είναι χειρότερο από τις χειρότερες ταινίες.

Φόρος τιμής: 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος

 

 

Η αγαπημένη μου σκηνή από την ταινία: σε ολόκληρο το τελευταίο μισάωρο βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η ουσία της ταινίας. (Δυστυχώς πρέπει να πατήσετε στο σύνδεσμο που θα εμφανιστεί, ώστε να δείτε το βίντεο στο YouTube).

 

Μα είναι δυνατόν να έγινε αυτή η ταινία το 1968; Πώς στο καλό κατάφερε ο Kubrick να πει τόση αλήθεια για το τι συμβαίνει; Πώς σκαρφίστηκε να χρησιμοποιήσει τόσο ευφάνταστα τη μουσική του Ligeti, την εποχή μάλιστα που ο ίδιος ο Ligeti ήταν γνωστός μόνο σε έναν ελίτ κύκλο μουσικολόγων (πλέον βέβαια έχει αναγνωριστεί ως κορυφαίος συνθέτης – πράγμα δύσκολο στη σύγχρονη μουσική). Ταινία όμορφη και συνάμα εφιαλτική – αλήθεια πώς πάλι κατάφερε ο Kubrick να μετατρέψει σε εικόνα και ήχο τα όνειρά μου;

Δεν μπορώ να πω ότι ο Kubrick είναι καν από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Ωστόσο, θεωρώ το 2001 τόσο σπουδαία ταινία και επιπλέον με αγγίζει τόσο σε προσωπικό επίπεδο, που από μόνη της αρκεί για να έχω τον σκηνοθέτη της στο μυαλό μου ως από τους σπουδαιότερους. Τι είναι για μένα το 2001; Αριστουργηματικό, σπάνιο, θρυλικό, απίστευτα ρεαλιστικό, προφητικό, μοναδικό.

Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του

 

Uncle Boonmee who can recall his past lives poster sg

 

Τίτλος:     Loong Boonmee raleuk chat (Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του)

Σκηνοθέτης:  Apichatpong Weerasethakul

Παραγωγή:  2010

Το ότι ο Weerasethakul ξάφνιασε με τη νίκη του στις Κάννες κάποιους Έλληνες κριτικούς είναι λογικό – ο σκηνοθέτης ήταν σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό ταινίες του ήδη είχαν χαρακτηριστεί ως από τις καλύτερες των τελευταίων χρόνων (μπορείτε να διαβάσετε εδώ κριτική μου για προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη).

Ο θείος Μπούνμι είναι ετοιμοθάνατος. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών που περνάει ζωντανός στον κόσμο μας, δέχεται επισκέψεις από πνεύματα συγγενών του (όχι όλα σε ανθρώπινη μορφή). Όπως συμβαίνει συνήθως με τους μεγάλους σκηνοθέτες το σενάριο δεν παίζει σημαντικό ρόλο, δεν είναι καν η αφορμή για τη δημιουργία της ταινίας. Και όπως και με τις προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη δεν μιλάμε πλέον για δρώμενα επί της οθόνης, αλλά για μια πνευματική εμπειρία που ο θεατής μπορεί να βιώσει αν είναι αρκετά ανοιχτόμυαλος – τόσο απέναντι στην Τέχνη όσο και σε φιλοσοφικό/πνευματικό επίπεδο.

boon-spi
Στο τραπέζι μ’ ένα πνεύμα…

Άψογα κινηματογραφημένο μες στη ζούγκλα και άκρως μυστηριακό με πολύ καλή χρήση της μουσικής και των ηλεκτρονικών ήχων, εν μέρει υπνωτικό, και άλλες φορές τελείως παραμυθένιο (η σκηνή με την πριγκίπισσα στον καταρράκτη και ο τρόπος που ερωτοτροπεί με το γατόψαρο δεν μπορούσε να είναι πιο σαγηνευτική!) Άνθρωποι, φύση και πνεύματα γίνονται το ένα και το αυτό, συνυπάρχοντας αρμονικά. Και σε όλη αυτή την απόκοσμη ατμόσφαιρα έρχεται να προστεθεί το τελευταίο μέρος της ταινίας, πιο σύγχρονο, λες και διαδραματίζεται ξαφνικά στο μέλλον. Όπου μετά τον θάνατο του θείου Μπούνμι παρακολουθούμε έναν νεαρό μοναχό με την κουνιάδα (;) του Μπουνμι και την κόρη της να συζητάνε και να παρακολουθούν τηλεόραση σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, προτού ο ίδιος μοναχός γδυθεί για να μπει στο ντους. Προσωπικά τη βρήκα από τις σημαντικότερες σκηνές στην ταινία, μιας και θα μπορούσε να αποτελεί ταυτόχρονα και ένα επιπλέον βάρος αλλά και το αντίβαρο σε ό,τι έχει προηγηθεί. Όπως και να ‘χει η ταινία φαίνεται να διαδραματίζεται σε πολλές εποχές παράλληλα (κι ας διαδραματίζεται μόνο στο παρόν). Εκεί βρίσκεται κατ’ εμέ και η μαγεία με τις ταινίες του Weerasethakul: με μοναδικό τρόπο σου ξεδιπλώνουν και απεικονίζουν τις παράλληλες ζωές μας, την πολλαπλή ύπαρξή μας μέσα στον χώρο και τον χρόνο, στις διάφορες μορφές μας. Η έννοια του πνεύματος, της αιώνιας ύπαρξης, θνητής και μη, παρουσιάζεται από τον σκηνοθέτη σαν δεδομένη αλήθεια, όπου δεν χωράνε ερωτήματα. Σαν μία απλή καθημερινότητα. Ο θεατής που είναι ανοιχτός σε διαφορετικές υπαρξιακές φιλοσοφίες ή γενικότερα ο απελευθερωμένος από στενά θρησκευτικά δόγματα άνθρωπος θα εισπράξει κάτι περισσότερο από δύο απολαυστικές ώρες βλέποντας την ταινία.

boon-hotel

Παραδόξως και σε αυτή την ταινία η ελληνική κριτική δεν ήταν τόσο ενθουσιώδης σε σχέση με το πως αντιμετωπίστηκε η συγκεκριμένη ταινία στην Ευρώπη (παρόμοιο trend ισχύει με διάφορες άλλες ταινίες των τελευταίων χρόνων, από τη Λευκή Κορδέλα του Χάνεκε μέχρι το Άλογο του Τορίνο του Ταρ – πράγμα διόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς ότι αμερικανικές ταινίες τύπου Κοεν ή πιο ανεξάρτητες όπως το πρόσφατο Winter’s Bone ή ακόμα και μετριότατες αγγλικές παραγωγές όπως ο Λόγος του Βασιλιά θεωρούνται εδώ αριστουργήματα). Πραγματικά κρίμα μιας σε αυτή την περίπτωση και πρόκειται από τις σημαντικότερες πρόσφατες ταινίες.

 

Προσωπική Αξιολόγηση:      9.5  /  11